- ἰσοτέλεια
- ἰσοτέλειαcondition of anfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰσοτελείᾳ — ἰσοτελείᾱͅ , ἰσοτέλεια condition of an fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοτέλεια — η (ΑΜ ἰσοτέλεια) [ισοτελής] 1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι 2. η ιδιότητα τού ισοτελούς μετοίκου … Dictionary of Greek
ισοτέλεια — η 1. ισότητα φόρων και δασμών. 2. ισότητα μπροστά στο νόμο. 3. ισοδυναμία, ίση αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοτέλειαι — ἰσοτέλεια condition of an fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοτέλειαν — ἰσοτέλεια condition of an fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Isotèle — Isotélie En Grèce antique, l’isotélie (du grec ancien ἰσοτέλεια / isoteleia) est un privilège accordé par décret aux étrangers dans les cités grecques, les assimilant aux citoyens en matière d’impôt. Elle n est bien connue qu à Athènes. À Athènes … Wikipédia en Français
Isotélie — En Grèce antique, l’isotélie (du grec ancien ἰσοτέλεια / isoteleia) est un privilège accordé par décret aux étrangers dans les cités grecques, les assimilant aux citoyens en matière d’impôt. Elle n est bien connue qu à Athènes. À Athènes Les… … Wikipédia en Français
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek